ἁγιότητας

ἁγιότητας
ἁγιότης
fem acc pl
ἁγιωσύνη
holiness
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γεράσιμος — I (Τρίκαλα, Κορινθία 1509 – Κεφαλονιά 1579). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, πολιούχος της Κεφαλονιάς. Καταγόταν από την παλιά βυζαντινή οικογένεια των Νοταράδων. Πολύ νέος ακόμα πήγε στη Ζάκυνθο, για να συμπληρώσει ίσως τις σπουδές του.… …   Dictionary of Greek

  • Σκηνή του μαρτυρίου — Όρος της Π. Διαθήκης με τον οποίο χαρακτηριζόταν ο φορητός ναός, που αποτελούνταν από ξύλινο πλαίσιο σκεπασμένο με παραπετάσματα και τον οποίο οι Ισραηλίτες έφεραν μαζί τους στις περιπλανήσεις τους στην έρημο. Μέσα σε αυτόν υπήρχε η Κιβωτός της… …   Dictionary of Greek

  • Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… …   Dictionary of Greek

  • αγαθό — To αντικείμενο του κλάδου της φιλοσοφίας που ονομάζεται ηθική. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως προσδιορισμός ενός συνόλου προβλημάτων και θεωριών που συνδέονται με την αρετή, αλλά και με ό,τι γενικά εμφανίζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • θεόκτιστος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με ξίφος. H μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. 2. Αποκεφαλίστηκε για τις ιδέες του με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου. 3. Θ. ο ναύκληρος. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην… …   Dictionary of Greek

  • λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος, άγιος — (Ζάκυνθος 1547 – 1622). Πολιούχος της Ζακύνθου και αρχιεπίσκοπος Αίγινας. Καταγόταν από την ευγενή οικογένεια των Σιγούρων και ονομαζόταν Δραγανίγος. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στη μονή των Στροφάδων, αλλά έμεινε μόνιμα στη μονή της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”